- γραμματίων
- γραμμάτιονbondneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
METRAGYRTA — Graece Μητραγύρτης, Callias vocatur Aristoteli Rhetor. ad Theodect. l. 3. c. 2. Λέγω δ᾿ δ᾿ οἷον, οὐπεὶ τὰ ἐναντία εν τῷ αὐτῷ γένει, τὸ φᾶναι τὸν μὲν πτωχεύοντα ἔυχεςθαι, τὸν δ᾿ ἐυχόμενον πτωχεύειν. ἵτι ἄμφω ἀιτήσεις, τὸ εἰρημένον ἐςτὶ ποιεῖν, Ω῾ς … Hofmann J. Lexicon universale
αναπροεξόφληση — Η προεξόφληση από την εκδοτική τράπεζα συναλλαγματικών, που έχουν στην κατοχή τους οι εμπορικές τράπεζες. Ο τόκος με τον οποίο προεξοφλεί η κεντρική τράπεζα συναλλαγματικές του είδους λέγεται αναπροεξοφλητικό επιτόκιο. * * * η προεξόφληση τού… … Dictionary of Greek
κυκλοφορία — η (Α κυκλοφορία) [κυκλοφορώ] η κυκλική κίνηση νεοελλ. 1. μετακίνηση, κίνηση («αυτή την ώρα στους δρόμους υπάρχει μεγάλη κυκλοφορία αυτοκινήτων») 2. μεταβίβαση, συναλλαγή («κυκλοφορία τού χρήματος») 3. έκδοση και πώληση εντύπου («κυκλοφορία τών… … Dictionary of Greek
κυμαίνω — (AM κυμαίνω) [κύμα] 1. (για θάλασσα) υψώνομαι σε κύματα, κυματίζω, εξογκώνομαι, φουσκώνω («ὑπό πόντον ἐδύσετο κυμαίνοντα», Ομ. Οδ.) 2. (για γραμμή στρατιωτών) κινούμαι όπως το κύμα, ελίσσομαι, κινούμαι κυματοειδώς («τῆς δ ὑφ αὑτῷ στρατιᾱς τὸ… … Dictionary of Greek
μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… … Dictionary of Greek
τετραευαγγέλιο — και τετραβάγγελο και τετραβγάγγελο, το, Ν βιβλίο που περιέχει ολόκληρα τα τέσσερα ευαγγέλια (α. «εικόνισμα ίσον κατά το σχήμα με τετραβάγγελον τού κόρφου», Παπαδ. β. «ἀναγινώσκεται δὲ καὶ τὸ τετραευαγγέλιον τῇ δευτέρᾳ, τῇ τρίτῃ καὶ τῇ τετάρτῃ»,… … Dictionary of Greek
χαρτονόμισμα — Oνομάζεται το εκδιδόμενο είτε απευθείας από το κράτος, είτε σε τραπεζογραμμάτια που εκδίδονται από την εκδοτική τράπεζα στα οποία ο νόμος προσδίδει την ιδιότητα του νόμιμου νομίσματος, επιβάλλοντας την παραδοχή τους σε νόμιμη εξόφληση υποχρεώσεων … Dictionary of Greek
Ροντμπέρτους, Γιόχαν Καρλ — (Rodbertus, Γκράιφσβαλντ, Μεκλεμβούργο 1805 – Γιάγκτσο, Μεκλεμβούργο 1875). Γερμανός κοινωνικός μεταρρυθμιστής και οικονομολόγος. Στην ιστορία των οικονομικών θεωριών ο Ρ. θεωρείται πρόδρομος του Μαρξ, γιατί η επιχειρηματολογία του ξεκινούσε από… … Dictionary of Greek
Σταύρου, Γεώργιος — Ο πρώτος διοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας (Ιωάννινα 1788 Αθήνα 1869). Μετά τις βασικές σπουδές στη γενέτειρα του συνέχισε στη Βιέννη, όπου και παράμεινε για να διευθύνει την εμπορική επιχείρηση του πατέρα του. Εκεί μετέχει στη Φιλική… … Dictionary of Greek